ξεφωνίζω

ξεφωνίζω
ξεφωνίζω, ξεφώνισα βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
ξεφωνίζω : ο τύπος ξεφωνώ, που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά, δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική.
Απαντάται μόνο η μτχ. ξεφωνημένος ως επίθετο, για άτομο του οποίου κάποια (θεωρούμενη ανήθικη) ιδιότητα είναι ευρύτατα γνωστή, π.χ. για ομοφυλόφιλο, πόρνη κτλ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεφωνίζω — και ξεφωνώ ξεφώνισα, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, θρηνώ: Τα παιδιά ξεφώνιζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφωνίζω — και ξεφωνώ 1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό 3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκφωνῶ, με σίγηση τού αρκτ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκρίζω — Α τσυρίζω, ξεφωνίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρίζω «τρίζω, ξεφωνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αγριοφωνάζω — φωνάζω άγρια, δυνατά, ξεφωνίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + φωνάζω] …   Dictionary of Greek

  • ανευφημώ — ἀνευφημῶ ( έω) (AM) 1. επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια 2. ονομάζω, αναγορεύω, ανακηρύσσω μσν. υμνώ, δοξολογώ αρχ. κραυγάζω, ξεφωνίζω …   Dictionary of Greek

  • ανωρύομαι — ἀνωρύομαι (Α) κραυγάζω, ξεφωνίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαύω — (I) ἐξαύω (Α) [αύω] βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα. (II) ἐξαύω (Α) [αύω] θερμαίνω. (III) ἐξαύω (Α) [αὔω] ξεφωνίζω, κραυγάζω …   Dictionary of Greek

  • εξοιμώζω — ἐξοιμώζω (Α) [οιμώζω] οδύρομαι, ξεφωνίζω …   Dictionary of Greek

  • ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] …   Dictionary of Greek

  • θρέομαι — (Α) ξεφωνίζω («θρέομαι φοβερά μεγάλ ἄχη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τον ενεστ. θρέ(F)ομαι < ΙE *dhreu o «γογγύζω, βοώ», απαντά στην Αρμενική αθέματος ενεστ. erdnum, αόρ. erdu ay «ορκίζομαι» < ΙΕ *dhru neu mi (πρβλ. αρχ. λατ. δeicō… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”