ξεφωνίζω — και ξεφωνώ ξεφώνισα, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, θρηνώ: Τα παιδιά ξεφώνιζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφωνίζω — και ξεφωνώ 1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό 3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκφωνῶ, με σίγηση τού αρκτ.… … Dictionary of Greek
υποκρίζω — Α τσυρίζω, ξεφωνίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρίζω «τρίζω, ξεφωνίζω»] … Dictionary of Greek
αγριοφωνάζω — φωνάζω άγρια, δυνατά, ξεφωνίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + φωνάζω] … Dictionary of Greek
ανευφημώ — ἀνευφημῶ ( έω) (AM) 1. επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια 2. ονομάζω, αναγορεύω, ανακηρύσσω μσν. υμνώ, δοξολογώ αρχ. κραυγάζω, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
ανωρύομαι — ἀνωρύομαι (Α) κραυγάζω, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
εξαύω — (I) ἐξαύω (Α) [αύω] βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα. (II) ἐξαύω (Α) [αύω] θερμαίνω. (III) ἐξαύω (Α) [αὔω] ξεφωνίζω, κραυγάζω … Dictionary of Greek
εξοιμώζω — ἐξοιμώζω (Α) [οιμώζω] οδύρομαι, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
θρέομαι — (Α) ξεφωνίζω («θρέομαι φοβερά μεγάλ ἄχη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τον ενεστ. θρέ(F)ομαι < ΙE *dhreu o «γογγύζω, βοώ», απαντά στην Αρμενική αθέματος ενεστ. erdnum, αόρ. erdu ay «ορκίζομαι» < ΙΕ *dhru neu mi (πρβλ. αρχ. λατ. δeicō… … Dictionary of Greek